Μετάβαση στο περιεχόμενο

καταρρέω

Από Βικιλεξικό

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
καταρρέω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική καταρρέω < κατα- + -ρρέω (ῥέω) με ρρ και σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική écrouler [1] Δε σχετίζεται ο καταρράκτης.

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ka.taˈɾe.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: καταρρέω

καταρρέω, πρτ.: κατέρρεα, αόρ.: κατέρρευσα (χωρίς παθητική φωνή)

  1. πέφτω προς τα κάτω, γκρεμίζομαι
    παράδειγμα  η γέφυρα κατέρρευσε
     δείτε τη λέξη σωριάζομαι
  2. (μεταφορικά) πέφτω οικονομικά
    παράδειγμα  οι τιμές της αγοράς κατέρρευσαν
  3. (συναισθηματικά) υποκύπτω σε μεγάλη στεναχώρια
    παράδειγμα  Όταν έμαθα για την κηδεία του, κατέρρευσα.

Συγγενικά

[επεξεργασία]

 και δείτε τη λέξη ρέω

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
καταρρέω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική καταρρέω. Μορφολογικά αναλύεται σε κατα- + -ρρέω (< αρχαία ελληνική ῥέω)

καταρρέω

Παράγωγα

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
καταρρέω < κατα- + -ρρέω (< αρχαία ελληνική ῥέω)

ζητούμενο λήμμα

Συγγενικά

[επεξεργασία]