restrictif
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | restrictif | restrictifs |
θηλυκό | restrictive | restrictives |
Επίθετο[επεξεργασία]
restrictif (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | restrictif | restrictifs |
θηλυκό | restrictive | restrictives |
restrictif (fr)