αντικανονιστικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αντικανονιστικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο[επεξεργασία]
αντικανονιστικός
- που δε φέρει κανονιστικά στοιχεία, αξιακά, δεοντολογικά ή πολιτιστικά, αλλά αντίθετα υλιστικά, δηλαδή στρατιωτικού ή οικονομικού χαρακτήρα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αντικανονιστικός
|