δεοντολογικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]δεοντολογικά < δεοντολογικός
Επίρρημα
[επεξεργασία]δεοντολογικά
- από την άποψη της δεοντολογίας
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] δεοντολογικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]δεοντολογικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του δεοντολογικό