γνήσιος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γνήσιος < αρχαία ελληνική γνήσιος
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
γνήσιος, -α, -ο
- που έχει τα αυθεντικά χαρακτηριστικά του είδους του, την προέλευση ή την ποιότητα που του αποδίδεται, που είναι αυτό που πραγματικά δηλώνεται, χωρίς να έχει νοθευτεί και χωρίς να αποτελεί απομίμηση
- πηγαίος και ειλικρινής
- που γεννήθηκε από νόμιμο γάμο