γνήσιος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γνήσιος η γνήσια το γνήσιο
      γενική του γνήσιου της γνήσιας του γνήσιου
    αιτιατική τον γνήσιο τη γνήσια το γνήσιο
     κλητική γνήσιε γνήσια γνήσιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γνήσιοι οι γνήσιες τα γνήσια
      γενική των γνήσιων των γνήσιων των γνήσιων
    αιτιατική τους γνήσιους τις γνήσιες τα γνήσια
     κλητική γνήσιοι γνήσιες γνήσια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γνήσιος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική γνήσιος [1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈɣni.si.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γνή‐σι‐ος

Επίθετο[επεξεργασία]

γνήσιος, -α, -ο

  1. που έχει τα αυθεντικά χαρακτηριστικά του είδους του, την προέλευση ή την ποιότητα που του αποδίδεται, που είναι αυτό που πραγματικά δηλώνεται, χωρίς να έχει νοθευτεί και χωρίς να αποτελεί απομίμηση
  2. πηγαίος και ειλικρινής
  3. που γεννήθηκε από νόμιμο γάμο

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]