Μετάβαση στο περιεχόμενο

véritable

Από Βικιλεξικό

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
véritable véritables

véritable (fr)

  1. αληθινός
  2. γνήσιος