κανονάρχης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κανονάρχης < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή κανονάρχης (πρωτοψάλτης)[1] < αρχαία ελληνική κανών + ἄρχω[2]. Συγχρονικά αναλύεται σε κανόν(ας) + -άρχης. Δείτε και κανόναρχος
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ka.noˈnaɾ.çis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐νο‐νάρ‐χης
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κανονάρχης αρσενικό
- (θρησκεία) βοηθός ιεροψάλτη που απαγγέλλει με μελωδικό τρόπο τους στίχους ενός τροπαρίου, πριν εκτελεστούν με τη μουσική τους εκτέλεση
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- κανονάρχημα / καλονάρχημα / καλανάρχημα
- κανόναρχος / κανονάρχος / καλονάρχης / καλανάρχης / καλανάρχος / καλονάρχος
- κανοναρχώ / καλοναρχώ / καλαναρχώ
- → δείτε τις λέξεις κανόνας και άρχω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κανονάρχης
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ κανονάρχης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ κανονάρχης - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναύτης' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -άρχης (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Θρησκεία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)