ιεροψάλτης
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ιεροψάλτης < (ελληνιστική κοινή) < ἱερός + -ο- + ψάλτης
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ιεροψάλτης αρσενικό
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ιεροψάλτης
|