fledged
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]fledged (en)
- πτερωμένος, αυτός που έχει βγάλει φτερά
- ενηλικιωμένος
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]fledged (en)
fledged (en)
fledged (en)