fledged
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
fledged (en)
- πτερωμένος, αυτός που έχει βγάλει φτερά
- ενηλικιωμένος
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
fledged (en)