full blast

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
full blast < → δείτε τις λέξεις full και blast

Έκφραση

[επεξεργασία]

full blast (en)

  • (ιδιωματισμός) στη διαπασών, με τη μεγαλύτερη δυνατή ένταση ή ισχύ
    ⮡  He had the radio on (at) full blast.
    Είχε το ράδιο στη διαπασών