blast

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
blast < μέση αγγλική

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /blɑːst/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
blast blasts

blast (en)

  1. η έκρηξη
  2. η ριπή ανέμου, η δυνατή πνοή
    a blast of hot air - μια δυνατή πνοή ζεστού αέρα
     συνώνυμα: gust
  3. ο δυνατός ξαφνικός ήχος

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
ενεστώτας blast
γ΄ ενικό ενεστώτα blasts
αόριστος blasted
παθητική μετοχή blasted
ενεργητική μετοχή blasting

blast (en)