Μετάβαση στο περιεχόμενο

explode

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας explode
γ΄ ενικό ενεστώτα explodes
αόριστος exploded
παθητική μετοχή exploded
ενεργητική μετοχή exploding

explode (en)

Συγγενικά

[επεξεργασία]