Μετάβαση στο περιεχόμενο

blow up

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: blow-up
ενεστώτας blow up
γ΄ ενικό ενεστώτα blows up
αόριστος blew up
παθητική μετοχή blown up
ενεργητική μετοχή blowing up

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
blow up <  δείτε τις λέξεις blow και up

blow up (en)

  1. (αμετάβατο) ανατινάζομαι, εκρήγνυμαι, σκάω
      The fuel depots caught fire and blew up.
    Οι αποθήκες των καυσίμων πήραν φωτιά κι ανατινάχτηκαν.
      Gunpowder, depending on its ignition conditions, blows up or discharges.
    Η πυρίτιδα, ανάλογα με τις συνθήκες ανάφλεξής της, εκρήγνυται ή εκπυρσοκροτεί
      The bomb blew up.
    Η βόμβα έσκασε.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη explode
  2. (αμετάβατο) ξεσπάω, εκρήγνυμαι, ξεκινάω ξαφνικά και με δύναμη
      A government crisis blew up.
    Ξέσπασε κυβερνητική κρίση.
     συνώνυμα: break out
  3. (μεταβατικό) ανατινάζω, καταστρέφω κάτι ή σκοτώνω κάποιον με εκρηκτικά
      They blew up their bridge with dynamite.
    Ανατίναξαν τη γέφυρα με δυναμίτη.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη explode
  4. (μεταβατικό) φουσκώνω, μεγεθύνω και διευρύνω κάτι γεμίζοντάς το με αέρα
      I blew up the tire.
    Φούσκωσα το λάστιχο.
     συνώνυμα: inflate
  5. (μεταβατικό) μεγεθύνω μια φωτογραφία
      a blown-up image - μεγεθυσμένη εικόνα
      We blew up the photograph.
    Μεγεθύναμε τη φωτογραφία.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη magnify
  6. (μεταβατικό) παραφουσκώνω, κάνω κάτι να φαίνεται πιο σημαντικό, καλύτερο, χειρότερο κτλ. από ό,τι πραγματικά είναι
      The newspapers blew (up) his abilities (all out of proportion).
    Οι εφημερίδες παραφούσκωσαν τις ικανότητές του.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη exaggerate
  7. (αμετάβατο, ανεπίσημο) εκρήγνυμαι, θυμώνω ξαφνικά
      with a face red with anger, ready to blow up - με πρόσωπο κόκκινο από θυμό, έτοιμος να εκραγεί
      Don’t blow up at me, please.
    Μη μου θυμώνεις, σε παρακαλώ.
  8. (αμετάβατο) γίνομαι δημοφιλής πολύ γρήγορα

Σημειώσεις

[επεξεργασία]
  • Αν το αντικείμενο είναι αντωνυμία, τότε βρίσκεται πάντα πριν από το up.

Εκφράσεις

[επεξεργασία]