blow up
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | blow up |
γ΄ ενικό ενεστώτα | blows up |
αόριστος | blew up |
παθητική μετοχή | blown up |
ενεργητική μετοχή | blowing up |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]blow up (en)
- (αμετάβατο) ανατινάζομαι, εκρήγνυμαι, σκάω
- καταστρέφομαι, χάνομαι
- (μεταβατικό) ανατινάζω, καταστρέφω κάτι ή σκοτώνω κάποιον με εκρηκτικά
- We had to blow up the bridge before the enemy army arrived.
- More civilians than soldiers have been blown up by anti-personnel mines.
- (μεταβατικό) φουσκώνω
- (μεταβατικό) μεγεθύνω μια φωτογραφία, ζουμάρω
- Blow up the picture to get a better look at their faces.
- γίνομαι δημοφιλής πολύ γρήγορα
- This album is about to blow up; they’re being promoted on MTV.
- εκρήγνυμαι, θυμώνω ξαφνικά
- Dad blew up at me when I told him I was pregnant.
Σημειώσεις
[επεξεργασία]Στις σημασίες 2, 3 και 4 το αντικείμενο μπορεί να εμφανίζεται πριν ή μετά το up. Αν το αντικείμενο είναι αντωνυμία, τότε βρίσκεται πάντα πριν από το up.