blow
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
blow | blows |
blow (en)
- φύσημα, ριπή ανέμου
- το χτύπημα
- (μεταφορικά) χτύπημα, πλήγμα
- ※ The record shows I took the blows
And did it my way- Η ιστορία [μου] δείχνει ότι δέχτηκα πλήγματα
Και το έκανα με το δικό μου τρόπο. - Απόσπασμα στίχων από το τραγούδι My Way, (1969) Φρανκ Σινάτρα
- Η ιστορία [μου] δείχνει ότι δέχτηκα πλήγματα
- ※ The record shows I took the blows
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- blow-by-blow
- come to blows
- exchange blows
- strike a blow against someone
- strike a blow for someone/something
- without striking a blow
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | blow |
γ΄ ενικό ενεστώτα | blows |
αόριστος | blew |
παθητική μετοχή | blown |
ενεργητική μετοχή | blowing |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
blow (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) φυσάω
- ↪ The wind is blowing at 10 miles per hour.
- Ο άνεμος φυσάει με 10 μίλια την ώρα.
- ↪ The wind is blowing at 10 miles per hour.
- (μεταβατικό και αμετάβατο) παίρνω, πέφτω, με κινεί ο άνεμος, η ανάσα κάποιου κτλ., ή κινώ κάτι με αυτόν τον τρόπο
- ↪ The wind blew my hat/the roof off.
- Ο αέρας πήρε το καπέλο μου/τη στέγη.
- ↪ Several trees were blown down in the storm.
- Έπεσαν πολλά δέντρα με τη θύελλα.
- ↪ The wind blew my hat/the roof off.
- (μεταβατικό) παίρνω, σπάω κάτι ανοιχτό με εκρηκτικά
- ↪ The shell blew off his right arm.
- Η οβίδα του πήρε το δεξί χέρι.
- ↪ The shell blew off his right arm.
- (μεταβατικό, αργκό) ξοδεύω χωρίς σκοπό τα χρήματά μου, τα σκάω, πετάω
- (χυδαίο) τσιμπουκώνω, παίρνω πίπα
- εκρήγνυμαι
- (μεταβατικό, ανεπίσημο) πετάω μια ευκαιρία, ένα πλεονέκτημα
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- blow (something) wide open: εκθέτω τα προβλήματα, τη διαφθορά
- blow kisses at someone
- blow a fuse
- blow a gasket
- blow a kiss
- blow hot and cold
- blow something out of proportion
- blow the dust off something
- blow the whistle on someone
- blow one's mind
- blow one's nose
- blow one's own trumpet
- blow one's top
- blow one's stack
- blow off steam
- blow out one's brains
- blow the lid off something
[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- blow - The American Heritage Dictionary of the English Language online. Houghton Mifflin Harcourt.
- blow - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 643-644, 697, 697-699, 791-792. ISBN 9780194325684., λήμμα: παίρνω, πετώ, πέφτω, σκάζω