clear out
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | clear out |
γ΄ ενικό ενεστώτα | clears out |
αόριστος | cleared out |
παθητική μετοχή | cleared out |
ενεργητική μετοχή | clearing out |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
clear out (en)
Πηγές[επεξεργασία]
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 791-792. ISBN 9780194325684., λήμμα: σκάζω