Μετάβαση στο περιεχόμενο

clear out

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας clear out
γ΄ ενικό ενεστώτα clears out
αόριστος cleared out
παθητική μετοχή cleared out
ενεργητική μετοχή clearing out

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
clear out <  δείτε τις λέξεις clear και out

clear out (en)

  1. (αμετάβατο, ανεπίσημο) τρέχω γρήγορα, δραπετεύω, το σκάω
      When they say us, they cleared out.
    Όταν μας είδαν το 'σκασαν.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη flee
  2. (μεταβατικό και αμετάβατο) αδειάζω
      They cleared out the drawer.
    Άδειασαν το συρτάρι.
      When was there time for the room to clear out?
    Πότε πρόλαβε και άδειασε η αίθουσα;
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη empty