secret
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | secret |
συγκριτικός | more secret |
υπερθετικός | most secret |
secret (en)
Σύνθετα[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
secret | secrets |
secret (en)
- το μυστικό
- ↪ Can you keep a secret?
- Κρατάς μυστικό;
- ↪ Can you keep a secret?
Πηγές[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
secret | secrets |
secret (fr) αρσενικό
- το μυστικό
- η μυστικότητα
- διάλυμα νιτρικού υδράργυρου
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | secret | secrets |
θηλυκό | secrète | secrètes |
secret (fr)