φάσμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | φάσμα | τα | φάσματα |
γενική | του | φάσματος | των | φασμάτων |
αιτιατική | το | φάσμα | τα | φάσματα |
κλητική | φάσμα | φάσματα | ||
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φάσμα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική φάσμα < φαίνω
- (όρος φυσικής) < (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική spectre[1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈfa.zma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φά‐σμα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]φάσμα ουδέτερο
- το φάντασμα, κάτι που στοιχειώνει και ταράζει χωρίς να είναι πραγματικό, κάτι που φοβίζει, κάτι πραγματικά απειλητικό που όμως δεν έχει υλική υπόσταση
- ⮡ Το 1950 ο κόσμος αισθανόταν ακόμα απειλητικό το φάσμα του πολέμου
- ⮡ Ζούσαν υπό το φάσμα της πείνας
- ⮡ Δεν άντεχε να ζει άλλο υπό το φάσμα της απειλής ότι θα τη δείρει
- (φυσική) το φαινόμενο που προκύπτει από την ανάλυση μιας φωτεινής δέσμης στα επιμέρους χρώματα, δηλαδή στα συστατικά μήκη κύματος αυτής
- (μεταφορικά) όλη η γκάμα, ένα σύνολο στο οποίο εντάσσονται παρόμοια υποσύνολα με πολλές ομοιότητες αλλά και κάποιες διαφοροποιήσεις που πιάνουν από ένα νοητό άκρο έως το αντίθετό του, μια κλίμακα από την αρχή ως το τέλος της διαβάθμισής της
- ⮡ Κάλεσαν βουλευτές από όλο το φάσμα της πολιτικής ζωής
- ⮡ Θα χρειαστείτε ένα αντιβιοτικό ευρέος φάσματος
- (μεταφορικά) απειλή, κίνδυνος
- (ακουστική) Ακουστικό φάσμα : οι συχνότητες που γίνονται αντιληπτές από το ανθρώπινο αυτί
- (φυσική-ηλεκτρισμός) Ηλεκτρομαγνητικό φάσμα : όλο το εύρος συχνοτήτων των ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων (δηλαδή των ραδιοκυμάτων, των μικροκυμάτων, της υπέρυθρης ακτινοβολίας, της ορατής ακτινοβολίας, της υπεριώδους, των ακτίνων Χ και των ακτίνων γ)
Συγγενικά
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]- φασματογράφημα
- φασματογραφία
- φασματογράφος
- φασματόμετρο
- φασματοσκοπία
- φασματοσκόπιο
- φασματοφωτομετρία
- φασματοφωτομετρικός
- φασματοφωτόμετρο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] φάσμα
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ φάσμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φάσμα < φαίνω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]φάσμα ουδέτερο
- η φαινομενική παρουσία, το όραμα που είχε κάποιος στον ύπνο του, το φάντασμα, το ομοίωμα, η εικόνα
- ο οιωνός
- κάτι τερατώδες, ένα τέρας
Συγγενικά
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'κύμα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Φυσική (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)