éventail
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
éventail | éventails |
éventail (fr) αρσενικό
- η βεντάλια
- ↪ tout le monde, dans le métro, avait son éventail
- ο καθένας, στο μετρό, είχε τη βεντάλια του
- ↪ tout le monde, dans le métro, avait son éventail
- η ποικιλία,η φάσμα
- il a proposé un grand éventail de solutions
- πρότεινε μια μεγάλη ποικιλία λύσεων
- il a proposé un grand éventail de solutions
- η κλίμακα
- dans un large éventail
- σε μεγάλη κλίμακα
- dans un large éventail
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- en éventail: σε μορφή βεντάλιας