άφαντος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο άφαντος η άφαντη το άφαντο
      γενική του άφαντου της άφαντης του άφαντου
    αιτιατική τον άφαντο την άφαντη το άφαντο
     κλητική άφαντε άφαντη άφαντο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι άφαντοι οι άφαντες τα άφαντα
      γενική των άφαντων των άφαντων των άφαντων
    αιτιατική τους άφαντους τις άφαντες τα άφαντα
     κλητική άφαντοι άφαντες άφαντα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

άφαντος < αρχαία ελληνική ἄφαντος < φαίνω

Επίθετο[επεξεργασία]

άφαντος, -η, -ο

  1. που δε φαίνεται, που χάθηκε ή εξαφανίστηκε
    • μέχρι να φτάσω στο λιμάνι το καράβι είχε γίνει άφαντο
    • δεν τον βρίσκω πουθενά, είναι άφαντος εδώ και καιρό
    • σε περιπτώσεις που κάποιος άνθρωπος εξαφανισθεί, μπορεί με δικαστική απόφαση να κηρυχθεί άφαντος
  2. που δεν φάνηκε ακόμη, που είναι αόρατος
    • σε περίμενα για ώρα μα εσύ ήσουν άφαντος
    • κρυμμένος στο σκοτάδι και όντας άφαντος για όλους, τους αιφνιδίασα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]