αόρατος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αόρατος < αρχαία ελληνική ἀόρατος < ἀ- στερητικό + ὁρατός
Επίθετο[επεξεργασία]
αόρατος, -η, -ο
- που δεν είναι ορατός, που είναι αδύνατον να τον δεις