invisible
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]invisible (en) (χωρίς παραθετικά)
- αόρατος
- ↪ a cleaner which makes glass invisible - καθαριστικό που κάνει τα τζάμια αόρατα
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- invisible < δημώδης λατινική invisibilis
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ɛ̃ .vi.zibl/
- ⓘ
Επίθετο
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
invisible | invisibles |
invisible (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Αντώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Pages using the Phonos extension
- Λέξεις με πρόθημα in- (αγγλικά)
- Αγγλική γλώσσα
- Επίθετα (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Επίθετα χωρίς παραθετικά (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα δημώδη λατινικά (γαλλικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (γαλλικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (γαλλικά)
- Γαλλική γλώσσα
- Επίθετα (γαλλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (γαλλικά)