συνηθίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συνηθίζω < μεσαιωνική ελληνική συνηθίζω < συνήθης
Ρήμα[επεξεργασία]
συνηθίζω (παθητική φωνή: συνηθίζομαι)
- (μεταβατικό) δίνω σε κάποιον τη συνήθεια να κάνει κάτι, εξασκώ
- (αμετάβατο) αποκτώ ή έχω ήδη τη συνήθεια να κάνω κάτι
[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | συνηθίζω | συνήθιζα | θα συνηθίζω | να συνηθίζω | συνηθίζοντας | |
β' ενικ. | συνηθίζεις | συνήθιζες | θα συνηθίζεις | να συνηθίζεις | συνήθιζε | |
γ' ενικ. | συνηθίζει | συνήθιζε | θα συνηθίζει | να συνηθίζει | ||
α' πληθ. | συνηθίζουμε | συνηθίζαμε | θα συνηθίζουμε | να συνηθίζουμε | ||
β' πληθ. | συνηθίζετε | συνηθίζατε | θα συνηθίζετε | να συνηθίζετε | συνηθίζετε | |
γ' πληθ. | συνηθίζουν(ε) | συνήθιζαν συνηθίζαν(ε) |
θα συνηθίζουν(ε) | να συνηθίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | συνήθισα | θα συνηθίσω | να συνηθίσω | συνηθίσει | ||
β' ενικ. | συνήθισες | θα συνηθίσεις | να συνηθίσεις | συνήθισε | ||
γ' ενικ. | συνήθισε | θα συνηθίσει | να συνηθίσει | |||
α' πληθ. | συνηθίσαμε | θα συνηθίσουμε | να συνηθίσουμε | |||
β' πληθ. | συνηθίσατε | θα συνηθίσετε | να συνηθίσετε | συνηθίστε | ||
γ' πληθ. | συνήθισαν συνηθίσαν(ε) |
θα συνηθίσουν(ε) | να συνηθίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω συνηθίσει | είχα συνηθίσει | θα έχω συνηθίσει | να έχω συνηθίσει | ||
β' ενικ. | έχεις συνηθίσει | είχες συνηθίσει | θα έχεις συνηθίσει | να έχεις συνηθίσει | ||
γ' ενικ. | έχει συνηθίσει | είχε συνηθίσει | θα έχει συνηθίσει | να έχει συνηθίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε συνηθίσει | είχαμε συνηθίσει | θα έχουμε συνηθίσει | να έχουμε συνηθίσει | ||
β' πληθ. | έχετε συνηθίσει | είχατε συνηθίσει | θα έχετε συνηθίσει | να έχετε συνηθίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν συνηθίσει | είχαν συνηθίσει | θα έχουν συνηθίσει | να έχουν συνηθίσει |
|