sum
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- sum < (ινδοευρωπαϊκή ρίζα) *h₁ésmi (είμαι). Συγγενή: (αρχαία ελληνική) εἰμί και (σανσκριτικά) अस्मि (ásmi)
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
sum (la)
Κλίση[επεξεργασία]
(sum, fui, /, esse)
|
Πηγές[επεξεργασία]
- sum - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
sum (en)
- (μαθηματικά) το άθροισμα
- ένα μαθηματικό πρόβλημα που δίνεται προς λύση σε ένα μαθητή
- ένα χρηματικό ποσό
- ↪ a sum of money
- η κεντρική ιδέα
- η σύνοψη ενός κειμένου
Ρήμα[επεξεργασία]
sum (en)