φυλετικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φυλετικός < αρχαία ελληνική φυλετικός < φυλέτης (ομόφυλος, από την ίδια φυλή) < φυλή
Επίθετο
[επεξεργασία]φυλετικός
- σχετικός με τη φυλή
- φυλετικές διακρίσεις/ φυλετικά χαρακτηριστικά
- φυλετικός πόλεμος: ο εμφύλιος
- σχετικός με το φύλο