Μετάβαση στο περιεχόμενο

sexiste

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
sexiste < sexe, κατά το raciste

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
sexiste sexistes

sexiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
sexiste sexistes

sexiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  •  δείτε τη λέξη sexe