should

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

should (en) (ελλειπτικό ρήμα, βοηθητικό ρήμα, modal verb)

  1. (modal verb) πρέπει, υπάρχει ηθική υποχρέωση να γίνει κάτι
    You should go to bed right now.
    Πρέπει να πας αμέσως για ύπνο.
     συνώνυμα: → δείτε το ρήμα must
  2. (modal verb) πρέπει να, είναι σχεδόν βέβαιο ότι ισχύει κάτι
    It should be John.
    Πρέπει να είναι ο Γιάννης.
    Someone should have seen us.
    Κάποιος πρέπει να μας είδε.
     συνώνυμα: → δείτε το ρήμα must
  3. (modal verb) (θα) έπρεπε (για κάτι που θα ήταν σωστό να γίνει που όμως δεν έκανα)
    You should come to see me (but you did not come).
    Έπρεπε να έρθεις να με δεις (αλλά δεν ήρθες).
    You should have told me earlier.
    Έπρεπε να μου το 'χες πει νωρίτερα.
  4. (modal verb) (θα) έπρεπε (για κάτι που θα άξιζε τον κόπο, θα ήταν χρήσιμο να γίνει)
    You should speak with him.
    Θα έπρεπε να μιλήσεις μαζί του.
    You should see this movie.
    Έπρεπε να την έβλεπες αυτή την ταινία.

Συνώνυμα[επεξεργασία]

  • ought (για όλες σημασίες)

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • should - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)
  • should - Oxford Learner's Dictionaries
  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 732. ISBN 9780194325684. , λήμμα: πρέπει