should
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
should (en) (ελλειπτικό ρήμα, βοηθητικό ρήμα, modal verb)
- (modal verb) πρέπει, υπάρχει ηθική υποχρέωση να γίνει κάτι
- (modal verb) πρέπει να, είναι σχεδόν βέβαιο ότι ισχύει κάτι
- (modal verb) (θα) έπρεπε (για κάτι που θα ήταν σωστό να γίνει που όμως δεν έκανα)
- ↪ You should come to see me (but you did not come).
- Έπρεπε να έρθεις να με δεις (αλλά δεν ήρθες).
- ↪ You should have told me earlier.
- Έπρεπε να μου το 'χες πει νωρίτερα.
- ↪ You should come to see me (but you did not come).
- (modal verb) (θα) έπρεπε (για κάτι που θα άξιζε τον κόπο, θα ήταν χρήσιμο να γίνει)
- ↪ You should speak with him.
- Θα έπρεπε να μιλήσεις μαζί του.
- ↪ You should see this movie.
- Έπρεπε να την έβλεπες αυτή την ταινία.
- ↪ You should speak with him.
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- ought (για όλες σημασίες)
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- should - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)
- should - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 732. ISBN 9780194325684., λήμμα: πρέπει