haber

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

haber (bs)



      ενικός         πληθυντικός  
haber haberes

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
haber < (άμεσο δάνειο) τουρκική haber (είδηση)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /hɑˈbeɾ/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ha‐ber

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

haber αρσενικό

  1. η είδηση, το νέο
    ke haber? - τι γίνεται; ποια είναι τα νέα σου;
    haberes buenos - καλά νέα
     συνώνυμα: avizo, novedad
  2. (πληθυντικός) οι ειδήσεις, τα νέα, το σύνολο των γεγονότων όπως ανακοινώνονται από το ραδιόφωνο, την τηλεόραση και τις εφημερίδες
     συνώνυμα: novedades

Παράγωγα

[επεξεργασία]



haber (es)



Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /hɑˈbeɾ/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ha‐ber

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

haber (tr)

  1. η είδηση, το νέο
    ne haber? (στην καθομιλουμένη: "n'aber?")
    τι γίνεται; ποια είναι τα νέα σου;
  2. (πληθυντικός) οι ειδήσεις, τα νέα, το σύνολο των γεγονότων όπως ανακοινώνονται από το ραδιόφωνο, την τηλεόραση και τις εφημερίδες
    Haberleri izledin mi?
    Είδα τις ειδήσεις;

Παράγωγα

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]