υπερέχω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
υπερέχω
- εμφανίζομαι ανώτερος
- ο αθλητής υπερέχει των συμπαιχτών του
- επικρατώ
- υπερέχουσα άποψη
υπερέχω