υπερέχω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

υπερέχω < ὑπερέχω < ὑπέρ + ἔχω

Ρήμα[επεξεργασία]

υπερέχω

  1. εμφανίζομαι ανώτερος
    ο αθλητής υπερέχει των συμπαιχτών του
  2. επικρατώ
    υπερέχουσα άποψη

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]