primer
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
primer (en)
- αλφαβητάρι, αναγνωστικό. Γενικότερα, ένα βιβλίο που περιέχει τις εισαγωγικές έννοιες ενός αντικειμένου
- πρώτο χέρι μπογιάς
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
primer (fr)
[επεξεργασία]
Καταλανικά (ca)[επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
primer (ca)