αναγνωστικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αναγνωστικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αναγνωστικός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αναγνωστικό ουδέτερο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]αναγνωστικό
- αιτιατική ενικού του αναγνωστικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του αναγνωστικός