outdo

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας outdo
γ΄ ενικό ενεστώτα outdoes
αόριστος outdid
παθητική μετοχή outdone
ενεργητική μετοχή outdoing
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

Ετυμολογία [επεξεργασία]

outdo < out- + do

Ρήμα[επεξεργασία]

outdo (en)

Πηγές[επεξεργασία]