in season
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
in season (en)
- (ιδιωματισμός) στην εποχή του
- ↪ Strawberries are in season.
- Οι φράουλες είναι στην εποχή τους.
- ↪ Strawberries are in season.