in earnest
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Έκφραση
[επεξεργασία]in earnest (en)
- σοβαρά, με ειλικρίνεια
- ⮡ are you in earnest? μιλάς/μιλάτε σοβαρά; (εννοείτε αυτό που λέτε;)
- εντατικά, πλήρως, εντεταμένα· πλήρως κινητοποιημένα
- με γοργότερο-ταχύτερο ρυθμό
- στο μάξιμουμ, στον μέγιστο βαθμό, εντατικά
- με σοβαρή πρόθεση, στα σοβαρά