in earnest

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
in earnest < → δείτε τις λέξεις in και earnest

Έκφραση

[επεξεργασία]

in earnest (en)

  1. σοβαρά, με ειλικρίνεια
    ⮡  are you in earnest? μιλάς/μιλάτε σοβαρά; (εννοείτε αυτό που λέτε;)
  2. εντατικά, πλήρως, εντεταμένα· πλήρως κινητοποιημένα
    1. με γοργότερο-ταχύτερο ρυθμό
    2. στο μάξιμουμ, στον μέγιστο βαθμό, εντατικά
  3. με σοβαρή πρόθεση, στα σοβαρά