πρότυπος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | πρότυπος | η | πρότυπη | το | πρότυπο |
γενική | του | πρότυπου | της | πρότυπης | του | πρότυπου |
αιτιατική | τον | πρότυπο | την | πρότυπη | το | πρότυπο |
κλητική | πρότυπε | πρότυπη | πρότυπο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | πρότυποι | οι | πρότυπες | τα | πρότυπα |
γενική | των | πρότυπων | των | πρότυπων | των | πρότυπων |
αιτιατική | τους | πρότυπους | τις | πρότυπες | τα | πρότυπα |
κλητική | πρότυποι | πρότυπες | πρότυπα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πρότυπος < (ελληνιστική κοινή) πρότυπος < πρό + τύπος
και προτύπου, προτύπων
Επίθετο[επεξεργασία]
πρότυπος, -η, -ο
- που λειτουργεί ως υπόδειγμα, υποδειγματικός
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πρότυπος
|