απέξω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- απέξω < → λείπει η ετυμολογία
Επίρρημα
[επεξεργασία]- (τοπικό) έξω (από κάπου)
- (τροπικό) με αποστήθιση, χωρίς να κοιτάζω κάποιο γραπτό
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]απέξω άκλιτο (και απόξω, απ' έξω)
- που δεν είναι φίλιοι, συγγενείς, της παρέας, γνωστοί κλπ.
Επίθετο
[επεξεργασία]απέξω άκλιτο (και απόξω, απ' έξω)
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- απέξω απέξω: όχι ευθέως, με πλάγιο τρόπο και κάπως ανώδυνα
- απέξω κι ανακατωτά