Μετάβαση στο περιεχόμενο

corda

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
corda < λατινική chorda

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
corda corde

corda (it)




Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

corda (la)