Μετάβαση στο περιεχόμενο

cima

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
cima cime

cima (it)

  1. κορυφή, λόφος
  2. ναυτικό σκοινί



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
ενικός πληθυντικός
cima cimas

cima (pt) θηλυκό

  1. η κορυφή

Εκφράσεις

[επεξεργασία]