Μετάβαση στο περιεχόμενο

κυρίως

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κυρίως < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κυρίως. Μορφολογικά αναλύεται σε κύρι(ος) + -ως.
Και επιθετικοποιημένο.

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ciˈɾi.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κυρίως
τονικό παρώνυμο: κύριος

Επίρρημα

[επεξεργασία]

κυρίως

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Επίθετο

[επεξεργασία]

κυρίως (άκλιτο επίθετο)

  • κύριος, βασικός
      το κυρίως ενδιαφέρον, ο κυρίως χώρος, η κυρίως εργασία
      Ωραία ήταν τα μεζεδάκια. Ας περάσουμε τώρα και στο κυρίως πιάτο.

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κυρίως < {{λ|κύριος|grc|κύρι(ος)]], κῡρι(ος) + -ως

Επίρρημα

[επεξεργασία]

κυρίως, συγκριτικός:κυριώτερον, υπερθετικός:κυριώτατα

  1. όπως ένας άρχοντας, κύριος, αφέντης, με επιβλητικό τρόπο
  2. πρωταρχικά
  3. κανονικά, σωστά
  4. εύλογα
  5. (για λέξεις) με την αρχική τους σημασία

Εκφράσεις

[επεξεργασία]