ανεμόσκαλα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανεμόσκαλα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀνεμόσκαλα < αρχαία ελληνική ἄνεμος + (ελληνιστική κοινή) σκάλα. Συγχρονικά αναλύεται σε ανεμό- + σκάλα
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.neˈmo.ska.la/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐νε‐μό‐σκα‐λα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ανεμόσκαλα θηλυκό
- σκάλα φτιαγμένη από σκοινί, ξύλο ή άλλο υλικό, που μας βοηθάει να ανέβουμε κάπου, αλλά αιωρείται από την αιολική επενέργεια
- ※ Ο δροσερός αέρας, που χύθηκε μες στον κρυψώνα, ζωογόνησε μεμιάς τους άντρες. Και σιγά, φορτωμένος, κατέβηκε ο γέρος την ανεμόσκαλα, τους έφερε νερό και φαγί. (Πηνελόπη Δέλτα, Στα μυστικά του βάλτου, κεφάλαιο ΚΓ, 1937)
[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πέστροφα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ανεμό- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)