αιωρούμαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αιωρούμαι < αρχαία ελληνική αἰωροῦμαι, παθητική φωνή του ρήματος αἰωρέω / αἰωρῶ
Προφορά
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]αιωρούμαι
- ταλαντεύομαι, είμαι κρεμασμένος από ένα σταθερό σημείο και κουνιέμαι μπρος πίσω
- είμαι μετέωρος, βρίσκομαι στον αέρα χωρίς να έρθω σε επαφή με τίποτα, κρέμομαι ή/και κινούμαι στον αέρα
- (μεταφορικά) είμαι αναποφάσιστος για κάτι
- εκκρεμώ
- (για κάτι κακό) είμαι αντιληπτή απειλή
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία] Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αιωρούμαι | αιωρούμουν | θα αιωρούμαι | να αιωρούμαι | αιωρούμενος | |
β' ενικ. | αιωρείσαι | αιωρούσουν | θα αιωρείσαι | να αιωρείσαι | ||
γ' ενικ. | αιωρείται | αιωρούνταν | θα αιωρείται | να αιωρείται | ||
α' πληθ. | αιωρούμαστε | αιωρούμασταν αιωρούμαστε |
θα αιωρούμαστε | να αιωρούμαστε | ||
β' πληθ. | αιωρείστε | αιωρούσασταν αιωρούσαστε |
θα αιωρείστε | να αιωρείστε | αιωρείστε | |
γ' πληθ. | αιωρούνται | αιωρούνταν | θα αιωρούνται | να αιωρούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αιωρήθηκα | θα αιωρηθώ | να αιωρηθώ | αιωρηθεί | ||
β' ενικ. | αιωρήθηκες | θα αιωρηθείς | να αιωρηθείς | αιωρήσου | ||
γ' ενικ. | αιωρήθηκε | θα αιωρηθεί | να αιωρηθεί | |||
α' πληθ. | αιωρηθήκαμε | θα αιωρηθούμε | να αιωρηθούμε | |||
β' πληθ. | αιωρηθήκατε | θα αιωρηθείτε | να αιωρηθείτε | αιωρηθείτε | ||
γ' πληθ. | αιωρήθηκαν αιωρηθήκαν(ε) |
θα αιωρηθούν(ε) | να αιωρηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω αιωρηθεί | είχα αιωρηθεί | θα έχω αιωρηθεί | να έχω αιωρηθεί | ||
β' ενικ. | έχεις αιωρηθεί | είχες αιωρηθεί | θα έχεις αιωρηθεί | να έχεις αιωρηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει αιωρηθεί | είχε αιωρηθεί | θα έχει αιωρηθεί | να έχει αιωρηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε αιωρηθεί | είχαμε αιωρηθεί | θα έχουμε αιωρηθεί | να έχουμε αιωρηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε αιωρηθεί | είχατε αιωρηθεί | θα έχετε αιωρηθεί | να έχετε αιωρηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν αιωρηθεί | είχαν αιωρηθεί | θα έχουν αιωρηθεί | να έχουν αιωρηθεί |
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αιωρούμαι