ταλαντεύομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ταλαντεύομαι < αρχαία ελληνική ταλατεύω < τάλαντον

Ρήμα[επεξεργασία]

ταλαντεύομαι

  1. (φυσική) υφίσταμαι ταλάντωση
  2. δεν μπορώ να καταλήξω σε απόφαση, είμαι αναποφάσιστος και δυσκολεύομαι να επιλέξω

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]