oscillate
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | oscillate |
γ΄ ενικό ενεστώτα | oscillates |
αόριστος | oscillated |
παθητική μετοχή | oscillated |
ενεργητική μετοχή | oscillating |
Ρήμα[επεξεργασία]
oscillate (en)
- ταλαντεύομαι
- κυμαίνομαι, υφίσταμαι διακύμανση
Συνώνυμα[επεξεργασία]
και