swing
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
swing | swings |
swing (en)
- η κούνια
- ↪ a swing at a playground - μια κούνια σε μία παιδική χαρά
Εκφράσεις[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | swing |
γ΄ ενικό ενεστώτα | swings |
αόριστος | swung |
παθητική μετοχή | swung |
ενεργητική μετοχή | swinging |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
swing (en)
- κουνώ
- αιωρούμαι, κουνιέμαι
- ↪ the pendulum swings - αιωρείται το εκκρεμές
- ↪ I am swinging in a swing - κουνιέμαι σε κούνια
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη oscillate
Εκφράσεις[επεξεργασία]
σημασία ταλαντεύομαι
- swing from side to side
- swing back and forth
- swing backwards and forwards
- swing to and fro