Μετάβαση στο περιεχόμενο

wobble

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας wobble
γ΄ ενικό ενεστώτα wobbles
αόριστος wobbled
παθητική μετοχή wobbled
ενεργητική μετοχή wobbling

wobble (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) κουνώ από πλευρά σε πλευρά
      This chair is wobbling, can you bring me another?
    Η καρέκλα αυτή κουνάει, μου φέρνετε μιαν άλλη;
      This table wobbles.
    Αυτό το τραπέζι κουνιέται.
  2. (αμετάβατο) τρικλίζω, κινούμαι όχι σταθερά
      He wobbled on his bicycle.
    Τρίκλιζε στο ποδήλατό του.
      The drunk man wobbled up to me.
    Ο μεθυσμένος με πλησίασε τρικλίζοντας.