wobbling
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
wobbling | wobblings |
wobbling (en)
- ταλάντευση, κλυδωνισμός (λόγω φθοράς υλικού, μη σωστής εφαρμογής)
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
wobbling (en)