wobbling

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
wobbling wobblings

wobbling (en)

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

wobbling (en)