loom
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]| ενικός | πληθυντικός |
| loom | looms |
loom (en)
Ρήμα
[επεξεργασία]| ενεστώτας | loom |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | looms |
| αόριστος | loomed |
| παθητική μετοχή | loomed |
| ενεργητική μετοχή | looming |
loom (en)
- εμφανίζομαι, πλησιάζω (για κάτι που προκαλεί ενδιαφέρον ή ανησυχία, που επικρέμαται)
- the election day looms → λείπει η μετάφραση
- εμφανίζομαι απειλητικά, αιωρούμαι
Over the country looms the threat of war.
- Πάνω από τη χώρα αιωρείται η απειλή του πολέμου.
- loom large: προκαλώ φόβο, ανησυχία
the shadow of the dead king loomed large in the palace
- → λείπει η μετάφραση
Εσθονικά (et)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]loom (et)
- το ζώο