loom
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
loom (en)
Ρήμα[επεξεργασία]
loom (en)
- εμφανίζομαι, πλησιάζω (για κάτι που προκαλεί ενδιαφέρον ή ανησυχία, που επικρέμαται)
- the election day looms
- εμφανίζομαι απειλητικά
- while the recession loomed, the government stayed inactive
- loom large: προκαλώ φόβο, ανησυχία
- the shadow of the dead king loomed large in the palace
Εσθονικά (et)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
loom (et)