hover

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
hover hovers

hover (en)

ενεστώτας hover
γ΄ ενικό ενεστώτα hovers
αόριστος hovered
παθητική μετοχή hovered
ενεργητική μετοχή hovering

hover (en)

  1. αιωρούμαι
    ⮡  Blacks clouds hover in the sky.
    Mαύρα σύννεφα αιωρούνται στον ουρανό.