ανεμοδείχτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ανεμοδείχτης < ανεμοδείκτης
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.ne.moˈði.xtis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐νε‐μο‐δεί‐χτης
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ανεμοδείχτης αρσενικό
- άλλη μορφή του ανεμοδείκτη
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ανεμοδείχτης
→ δείτε τη λέξη ανεμοδείκτης |