wind
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά 1[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
wind | winds |
wind (en)
[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | wind |
γ΄ ενικό ενεστώτα | winds |
αόριστος | winded |
παθητική μετοχή | winded |
ενεργητική μετοχή | winding |
wind (en)
- φυσώ αέρα σε ένα μουσικό όργανο
- κόβω σε κάποιον την ανάσα (π.χ. με μια γροθιά στο στομάχι)
- εξαντλούμαι, μένω χωρίς ανάσα, λαχανιάζω έντονα από μια προσπάθεια
Προφορά 2[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | wind |
γ΄ ενικό ενεστώτα | winds |
αόριστος | wound |
παθητική μετοχή | wound |
ενεργητική μετοχή | winding |
wind (en)
- τυλίγω κάτι ελικοειδώς ή κυκλικά (συνήθως wind up), περιστρέφω
- Please wind up that old-fashioned alarm clock. - Κούρδισε, σε παρακαλώ, το παλιό ρολόι
- ταξιδεύω σε δρόμο με στροφές, ακολουθώ μη ευθεία πορεία
- The river winds through the plain. - το ποτάμι ελίσσεται στην κοιλάδα
Εκφράσεις[επεξεργασία]
Ολλανδικά (nl)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
wind (nl)