winded

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

winded (en)

  • με κομμένη την ανάσα, χρίς ανάσα (από την κόπωση ή από ένα χτύπημα)

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

winded (en)